- βαθύπλουτος
- -η, -ο (AM βαθύπλουτος, -ον)πολύ πλούσιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαθύπλουτος — exceeding rich masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύπλουτος — η, ο που έχει μεγάλα πλούτη, ο ζάμπλουτος: Κληρονόμησε το θείο της, ένα βαθύπλουτο εργένη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαθύπλουτον — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem acc sg βαθύπλουτος exceeding rich neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλούτοιο — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλούτοις — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλούτοισι — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλούτου — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλούτους — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλούτων — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλούτῳ — βαθύπλουτος exceeding rich masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)